προμηθευτής

προμηθευτής
ο, θηλ. προμηθεύτρια και προμηθεύτρα, Ν
1. αυτός που προμηθεύει, που εφοδιάζει κάποιον με κάτι («προμηθευτής τής βασιλικής αυλής» — τιμητικός τίτλος που απονεμόταν στους καταστηματάρχες από τους οποίους λάμβαναν προμήθειες οι υπηρεσίες τών ανακτόρων και οι βασιλείς)
2. επαγγελματίες που αναλαμβάνουν τον εφοδιασμό πλοίων κρατικών υπηρεσιών, κοινωφελών ιδρυμάτων, κ.ά. φορέων
3. μτφ. (σχετικά με γυναίκες) μαστρωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προμηθεύω. Η λ. προμηθευτής μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες, ενώ η λ. προμηθεύτρια από το 1766 στον Ευγένιο Βούλγαρι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προμηθευτής — ο θηλ. εύτρια αυτός που προμηθεύει, που εφοδιάζει κάποιον: Για τα κοινωφελή ιδρύματα υπάρχουν προμηθευτές των διάφορων ειδών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ντήλερ — ο, η άκλ. άτομο που έχει ως επάγγελμα να αγοράζει σε μεγάλες ποσότητες διάφορα προϊόντα και να τά πουλάει αφού προηγουμένως τά παρουσιάσει σε σπίτια, μεταπωλητής, προμηθευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. dealer «προμηθευτής» < deal «διαπραγματεύομαι,… …   Dictionary of Greek

  • Busianis — Jorgos Busianis, eigentlich Georgios Bouzianis Γιώργος Μπουζιάνηςς, (* 1883 oder 1885; † 1959) war ein griechischer Maler des Expressionismus. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Werke 3 Ausstellungen 4 Literatur …   Deutsch Wikipedia

  • Jorgos Busianis — Jorgos (George) Busianis (Γιώργος Μπουζιάνης, * 1883 oder 1885 in Athen; † Oktober 1959 ebenda; eigentlich Georgios Bouzianis) war ein griechischer Maler des Expressionismus. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Werke 3 Ausstellungen …   Deutsch Wikipedia

  • Κομεκόν — (COMECON, COuncil for Mutual ECONomic Assistance). Αγγλοσαξονική συντομογραφία του Οικονομικού Συμβουλίου Αμοιβαίας Βοήθειας, οργανισμού που ίδρυσαν η πρώην Σοβιετική Ένωση (ΕΣΣΔ) και οι σύμμαχοί της, δηλαδή η πρώην Ανατολική Γερμανία (από το… …   Dictionary of Greek

  • ελαιοθέτης — ἐλαιοθέτης, ο (Α) (τίτλος ειδικού υπαλλήλου), ο προμηθευτής ή αποθηκάριος λαδιού …   Dictionary of Greek

  • εξοπλιστής — ο [εξοπλίζω] 1. αυτός που εξοπλίζει 2. ο προμηθευτής τών απαραίτητων εφοδίων …   Dictionary of Greek

  • επιπέμπω — (Α) [πέμπω] 1. στέλνω ξανά ή κατόπιν («ἐπιπέμποντος τοῦ Μαζάρεος ἀγγελίας... παρεσκευάζοντο», Ηρόδ.) 2. στέλνω σε κάποιον («εἰ ὦν θεός ἐστι ὁ ἐπιπέμπων», Ηρόδ.) 3. (για ποινή από τους θεούς) στέλνω πάνω σε κάποιον, εναντίον κάποιου («δεσμοὺς καὶ… …   Dictionary of Greek

  • εφοδιαστής — ο (Α ἐφοδιαστής) [εφοδιάζω] νεοελλ. αυτός που παρέχει, που χορηγεί τα αναγκαία εφόδια, ο προμηθευτής, ο ανεφοδιαστής αρχ. 1. πιθ. περιηγητής, ταξιδιώτης 2. εισβολέας …   Dictionary of Greek

  • ζαερτζής — και ζαερετζής, ο (Μ ζαερτζής και ζαερετζής) [ζαερές] προμηθευτής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”